- μεταπουλάω
- μεταπουλάω (σπάν. μεταπουλώ), μεταπούλησα βλ. πίν. 58
και πρβλ. μεταπωλώ
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναπράτης — ἀναπράτης, ο (Α) μεταπράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπιπράσκω «μεταπουλάω» (πρβλ. μεταπράτης, συμπράτης, ἐλαιοπράτης, ἀρτοπράτης κ.ά.)] … Dictionary of Greek